αναδαμαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναδαμαλισμός | οι | αναδαμαλισμοί |
| γενική | του | αναδαμαλισμού | των | αναδαμαλισμών |
| αιτιατική | τον | αναδαμαλισμό | τους | αναδαμαλισμούς |
| κλητική | αναδαμαλισμέ | αναδαμαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναδαμαλισμός < αναδαμαλίζω + -μός < ανα- + δαμαλίζω
Ουσιαστικό
αναδαμαλισμός αρσενικό
- (ιατρική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αναδαμαλίζω, η επανάληψη του δαμαλισμού
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αναδαμαλίζω και δαμάλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.