δαμαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δαμαλισμός | οι | δαμαλισμοί |
| γενική | του | δαμαλισμού | των | δαμαλισμών |
| αιτιατική | τον | δαμαλισμό | τους | δαμαλισμούς |
| κλητική | δαμαλισμέ | δαμαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
δαμαλισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.