αναδαμαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- αναδαμαλισμός
- → δείτε τη λέξη δαμάλι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδαμαλίζω | αναδαμάλιζα | θα αναδαμαλίζω | να αναδαμαλίζω | αναδαμαλίζοντας | |
| β' ενικ. | αναδαμαλίζεις | αναδαμάλιζες | θα αναδαμαλίζεις | να αναδαμαλίζεις | αναδαμάλιζε | |
| γ' ενικ. | αναδαμαλίζει | αναδαμάλιζε | θα αναδαμαλίζει | να αναδαμαλίζει | ||
| α' πληθ. | αναδαμαλίζουμε | αναδαμαλίζαμε | θα αναδαμαλίζουμε | να αναδαμαλίζουμε | ||
| β' πληθ. | αναδαμαλίζετε | αναδαμαλίζατε | θα αναδαμαλίζετε | να αναδαμαλίζετε | αναδαμαλίζετε | |
| γ' πληθ. | αναδαμαλίζουν(ε) | αναδαμάλιζαν αναδαμαλίζαν(ε) |
θα αναδαμαλίζουν(ε) | να αναδαμαλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναδαμάλισα | θα αναδαμαλίσω | να αναδαμαλίσω | αναδαμαλίσει | ||
| β' ενικ. | αναδαμάλισες | θα αναδαμαλίσεις | να αναδαμαλίσεις | αναδαμάλισε | ||
| γ' ενικ. | αναδαμάλισε | θα αναδαμαλίσει | να αναδαμαλίσει | |||
| α' πληθ. | αναδαμαλίσαμε | θα αναδαμαλίσουμε | να αναδαμαλίσουμε | |||
| β' πληθ. | αναδαμαλίσατε | θα αναδαμαλίσετε | να αναδαμαλίσετε | αναδαμαλίστε | ||
| γ' πληθ. | αναδαμάλισαν αναδαμαλίσαν(ε) |
θα αναδαμαλίσουν(ε) | να αναδαμαλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναδαμαλίσει | είχα αναδαμαλίσει | θα έχω αναδαμαλίσει | να έχω αναδαμαλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναδαμαλίσει | είχες αναδαμαλίσει | θα έχεις αναδαμαλίσει | να έχεις αναδαμαλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδαμαλίσει | είχε αναδαμαλίσει | θα έχει αναδαμαλίσει | να έχει αναδαμαλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδαμαλίσει | είχαμε αναδαμαλίσει | θα έχουμε αναδαμαλίσει | να έχουμε αναδαμαλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδαμαλίσει | είχατε αναδαμαλίσει | θα έχετε αναδαμαλίσει | να έχετε αναδαμαλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδαμαλίσει | είχαν αναδαμαλίσει | θα έχουν αναδαμαλίσει | να έχουν αναδαμαλίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.