αναγραμματισμός
νστφρυεοοα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναγραμματισμός | οι | αναγραμματισμοί |
| γενική | του | αναγραμματισμού | των | αναγραμματισμών |
| αιτιατική | τον | αναγραμματισμό | τους | αναγραμματισμούς |
| κλητική | αναγραμματισμέ | αναγραμματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναγραμματισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀναγραμματισμός
Ουσιαστικό
αναγραμματισμός αρσενικό
Συγγενικά
- ανάγραμμα
- αναγραμματίζομαι
- αναγραμματίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.