αναγραμματισμός

νστφρυεοοα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναγραμματισμός οι αναγραμματισμοί
      γενική του αναγραμματισμού των αναγραμματισμών
    αιτιατική τον αναγραμματισμό τους αναγραμματισμούς
     κλητική αναγραμματισμέ αναγραμματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναγραμματισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀναγραμματισμός

Ουσιαστικό

αναγραμματισμός αρσενικό

  1. η δημιουργία μιας λέξης με μετάθεση των γραμμάτων που υπάρχουν σε μια φράση ή σε μια άλλη λέξη
    η λέξη « γραφή » είναι αναγραμματισμός της λέξης « φραγή »
  2. το τυχαίο ανακάτεμα των γραμμάτων των λέξεων, συνήθως ως παιχνίδι

Συγγενικά

βλέπε

  • αναγραμματικό λεξικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.