αναγραμματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναγραμματίζω < αρχαία ελληνική ἀναγραμματίζω < ἀνά + γράμμα
Ρήμα
αναγραμματίζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναγραμματίζω | αναγραμμάτιζα | θα αναγραμματίζω | να αναγραμματίζω | αναγραμματίζοντας | |
| β' ενικ. | αναγραμματίζεις | αναγραμμάτιζες | θα αναγραμματίζεις | να αναγραμματίζεις | αναγραμμάτιζε | |
| γ' ενικ. | αναγραμματίζει | αναγραμμάτιζε | θα αναγραμματίζει | να αναγραμματίζει | ||
| α' πληθ. | αναγραμματίζουμε | αναγραμματίζαμε | θα αναγραμματίζουμε | να αναγραμματίζουμε | ||
| β' πληθ. | αναγραμματίζετε | αναγραμματίζατε | θα αναγραμματίζετε | να αναγραμματίζετε | αναγραμματίζετε | |
| γ' πληθ. | αναγραμματίζουν(ε) | αναγραμμάτιζαν αναγραμματίζαν(ε) |
θα αναγραμματίζουν(ε) | να αναγραμματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναγραμμάτισα | θα αναγραμματίσω | να αναγραμματίσω | αναγραμματίσει | ||
| β' ενικ. | αναγραμμάτισες | θα αναγραμματίσεις | να αναγραμματίσεις | αναγραμμάτισε | ||
| γ' ενικ. | αναγραμμάτισε | θα αναγραμματίσει | να αναγραμματίσει | |||
| α' πληθ. | αναγραμματίσαμε | θα αναγραμματίσουμε | να αναγραμματίσουμε | |||
| β' πληθ. | αναγραμματίσατε | θα αναγραμματίσετε | να αναγραμματίσετε | αναγραμματίστε | ||
| γ' πληθ. | αναγραμμάτισαν αναγραμματίσαν(ε) |
θα αναγραμματίσουν(ε) | να αναγραμματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναγραμματίσει | είχα αναγραμματίσει | θα έχω αναγραμματίσει | να έχω αναγραμματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναγραμματίσει | είχες αναγραμματίσει | θα έχεις αναγραμματίσει | να έχεις αναγραμματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναγραμματίσει | είχε αναγραμματίσει | θα έχει αναγραμματίσει | να έχει αναγραμματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναγραμματίσει | είχαμε αναγραμματίσει | θα έχουμε αναγραμματίσει | να έχουμε αναγραμματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναγραμματίσει | είχατε αναγραμματίσει | θα έχετε αναγραμματίσει | να έχετε αναγραμματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναγραμματίσει | είχαν αναγραμματίσει | θα έχουν αναγραμματίσει | να έχουν αναγραμματίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.