αναβατόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναβατόριο τα αναβατόρια
      γενική του αναβατόριου
& αναβατορίου
των αναβατόριων
& αναβατορίων
    αιτιατική το αναβατόριο τα αναβατόρια
     κλητική αναβατόριο αναβατόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβατόριο < ανεβαίνω + -τόριο

Ουσιαστικό

αναβατόριο ουδέτερο

  • ειδικό ανυψωτικό μηχάνημα με το οποίο ανεβάζουν υλικά (ή και ανθρώπους) σε υψηλότερο επίπεδο ή τα κατεβάζουν σε χαμηλότερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.