ανυψωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυψωτικός η ανυψωτική το ανυψωτικό
      γενική του ανυψωτικού της ανυψωτικής του ανυψωτικού
    αιτιατική τον ανυψωτικό την ανυψωτική το ανυψωτικό
     κλητική ανυψωτικέ ανυψωτική ανυψωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυψωτικοί οι ανυψωτικές τα ανυψωτικά
      γενική των ανυψωτικών των ανυψωτικών των ανυψωτικών
    αιτιατική τους ανυψωτικούς τις ανυψωτικές τα ανυψωτικά
     κλητική ανυψωτικοί ανυψωτικές ανυψωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανυψωτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ανυψωτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.