ανέπλατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανέπλατος | η | ανέπλατη | το | ανέπλατο |
| γενική | του | ανέπλατου | της | ανέπλατης | του | ανέπλατου |
| αιτιατική | τον | ανέπλατο | την | ανέπλατη | το | ανέπλατο |
| κλητική | ανέπλατε | ανέπλατη | ανέπλατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανέπλατοι | οι | ανέπλατες | τα | ανέπλατα |
| γενική | των | ανέπλατων | των | ανέπλατων | των | ανέπλατων |
| αιτιατική | τους | ανέπλατους | τις | ανέπλατες | τα | ανέπλατα |
| κλητική | ανέπλατοι | ανέπλατες | ανέπλατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈne.pla.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νέ‐πλα‐τος
Μεταφράσεις
ανέπλατος
|
Πηγές
- «ἀνάπλατος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.