ανε-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανε- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνε-, αυτονομημένο στερητικό πρόθημα < ἀν- στερητικό όταν ακολουθούσε -ε-. [1][2]

Πρόθημα

ανε- και ανέ-

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανε- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανέ- στο Βικιλεξικό

 και δείτε τις λέξεις ανη-, αν- και α-

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.