ανέλπιδα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανέλπιδα
<
ανέλπιδος
Επίρρημα
ανέλπιδα
δίχως
καμία
ελπίδα
(σπανίως για το αντίθετο, για κάτι καλό που τυχαίνει
ανέλπιστα
)
Μεταφράσεις
ανέλπιδα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανέλπιδα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ανέλπιδο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.