αμφοτεροβαρής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφοτεροβαρής η αμφοτεροβαρής το αμφοτεροβαρές
      γενική του αμφοτεροβαρούς* της αμφοτεροβαρούς του αμφοτεροβαρούς
    αιτιατική τον αμφοτεροβαρή την αμφοτεροβαρή το αμφοτεροβαρές
     κλητική αμφοτεροβαρή(ς) αμφοτεροβαρής αμφοτεροβαρές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφοτεροβαρείς οι αμφοτεροβαρείς τα αμφοτεροβαρή
      γενική των αμφοτεροβαρών των αμφοτεροβαρών των αμφοτεροβαρών
    αιτιατική τους αμφοτεροβαρείς τις αμφοτεροβαρείς τα αμφοτεροβαρή
     κλητική αμφοτεροβαρείς αμφοτεροβαρείς αμφοτεροβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμφοτεροβαρής < αμφότεροι + -ο- + βάρος + -ής

Επίθετο

αμφοτεροβαρής, -ής, -ές

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.