αμφότεροι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ||||||
| γενική | ||||||
| αιτιατική | ||||||
| κλητική | ||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | αμφότεροι | αμφότερες | αμφότερα | |||
| γενική | αμφότερων & αμφοτέρων |
αμφότερων & αμφοτέρων |
αμφότερων & αμφοτέρων | |||
| αιτιατική | αμφότερους & αμφοτέρους |
αμφότερες | αμφότερα | |||
| κλητική | — | — | — | |||
| Αντωνυμία χωρίς ενικό. Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες | ||||||
Ετυμολογία
- αμφότεροι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφότεροι
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɱˈfo.te.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φό‐τε‐ροι
- εκάτερος (καθένας απ' τους δύο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.