αμφίγνωμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμφίγνωμος | η | αμφίγνωμη | το | αμφίγνωμο |
| γενική | του | αμφίγνωμου | της | αμφίγνωμης | του | αμφίγνωμου |
| αιτιατική | τον | αμφίγνωμο | την | αμφίγνωμη | το | αμφίγνωμο |
| κλητική | αμφίγνωμε | αμφίγνωμη | αμφίγνωμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμφίγνωμοι | οι | αμφίγνωμες | τα | αμφίγνωμα |
| γενική | των | αμφίγνωμων | των | αμφίγνωμων | των | αμφίγνωμων |
| αιτιατική | τους | αμφίγνωμους | τις | αμφίγνωμες | τα | αμφίγνωμα |
| κλητική | αμφίγνωμοι | αμφίγνωμες | αμφίγνωμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμφίγνωμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφίγνωμος[1]
Επίθετο
αμφίγνωμος, -η, -ο
- (λόγιο) που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος, αναποφάσιστος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αμφίγνωμος
|
|
Αναφορές
- αμφίγνωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.