αμφίγνωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφίγνωμος η αμφίγνωμη το αμφίγνωμο
      γενική του αμφίγνωμου της αμφίγνωμης του αμφίγνωμου
    αιτιατική τον αμφίγνωμο την αμφίγνωμη το αμφίγνωμο
     κλητική αμφίγνωμε αμφίγνωμη αμφίγνωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφίγνωμοι οι αμφίγνωμες τα αμφίγνωμα
      γενική των αμφίγνωμων των αμφίγνωμων των αμφίγνωμων
    αιτιατική τους αμφίγνωμους τις αμφίγνωμες τα αμφίγνωμα
     κλητική αμφίγνωμοι αμφίγνωμες αμφίγνωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμφίγνωμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφίγνωμος[1]

Επίθετο

αμφίγνωμος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.