αμυθολόγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμυθολόγητος η αμυθολόγητη το αμυθολόγητο
      γενική του αμυθολόγητου της αμυθολόγητης του αμυθολόγητου
    αιτιατική τον αμυθολόγητο την αμυθολόγητη το αμυθολόγητο
     κλητική αμυθολόγητε αμυθολόγητη αμυθολόγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμυθολόγητοι οι αμυθολόγητες τα αμυθολόγητα
      γενική των αμυθολόγητων των αμυθολόγητων των αμυθολόγητων
    αιτιατική τους αμυθολόγητους τις αμυθολόγητες τα αμυθολόγητα
     κλητική αμυθολόγητοι αμυθολόγητες αμυθολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμυθολόγητος < α- + μυθολογώ + -τος

Επίθετο

αμυθολόγητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει μυθολογηθεί
  2. (σπάνιο) που δεν γνωρίζει μυθολογία

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.