αμπελουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμπελουργία οι αμπελουργίες
      γενική της αμπελουργίας των αμπελουργιών
    αιτιατική την αμπελουργία τις αμπελουργίες
     κλητική αμπελουργία αμπελουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπελουργία < ελληνιστική κοινή ἀμπελουργία < ἀμπελουργός

Προφορά

ΔΦΑ : /am.be.luɾˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμπελουργία

Ουσιαστικό

αμπελουργία θηλυκό

  1. η επιστημονική μελέτη για την καλλιέργεια της αμπέλου
  2. η καλλιέργεια της αμπέλου
     συνώνυμα: αμπελοκαλλιέργεια, αμπελοκομία, οινοκαλλιέργεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.