ἀμπελουργός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀμπελουργός | οἱ | ἀμπελουργοί |
| γενική | τοῦ | ἀμπελουργοῦ | τῶν | ἀμπελουργῶν |
| δοτική | τῷ | ἀμπελουργῷ | τοῖς | ἀμπελουργοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἀμπελουργόν | τοὺς | ἀμπελουργούς |
| κλητική ὦ! | ἀμπελουργέ | ἀμπελουργοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμπελουργώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμπελουργοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἀμπελουργός, -οῦ αρσενικό
- (επάγγελμα) αμπελοκαλλιεργητής, αμπελουργός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 190 (190-191)
- [ΤΡ.] Τρυγαῖος Ἀθμονεύς, ἀμπελουργὸς δεξιός, | οὐ συκοφάντης οὐδ᾽ ἐραστὴς πραγμάτων.
- [ΤΡΥ.] Τρυγαίος, από το δήμο της Αθμονίας, αμπελουργός πολύ άξιος· | όχι ανακατωσούρης, καταδότης.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΤΡ.] Τρυγαῖος Ἀθμονεύς, ἀμπελουργὸς δεξιός, | οὐ συκοφάντης οὐδ᾽ ἐραστὴς πραγμάτων.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ησαΐας, 61.5
- καὶ ἥξουσι ἀλλογενεῖς ποιμαίνοντες τὰ πρόβατά σου, καὶ ἀλλόφυλοι ἀροτῆρες καὶ ἀμπελουργοί.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 190 (190-191)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀμπελουργός | τὸ | ἀμπελουργόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀμπελουργοῦ | τοῦ | ἀμπελουργοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀμπελουργῷ | τῷ | ἀμπελουργῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀμπελουργόν | τὸ | ἀμπελουργόν | ||
| κλητική ὦ! | ἀμπελουργέ | ἀμπελουργόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀμπελουργοί | τὰ | ἀμπελουργᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | ἀμπελουργῶν | τῶν | ἀμπελουργῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμπελουργοῖς | τοῖς | ἀμπελουργοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμπελουργούς | τὰ | ἀμπελουργᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | ἀμπελουργοί | ἀμπελουργᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμπελουργώ | τὼ | ἀμπελουργώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμπελουργοῖν | τοῖν | ἀμπελουργοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀμπελουργός, -ός, -όν
- που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια ή την κατεργασία του αμπελιού
- ※ μεταγενέστερα του 337/336 πκε, Επιγραφή από την Αττική, IG II² 1526, στ. 8, @epigraphy.packhum.org
- [— δρέπανα ἀμ]πε[λ]ουρ̣[γ ∶․․]∶
- ΣτΕ: κλαδευτήρια για το κλάδεμα αμπελιού.
- [— δρέπανα ἀμ]πε[λ]ουρ̣[γ ∶․․]∶
- ※ μεταγενέστερα του 337/336 πκε, Επιγραφή από την Αττική, IG II² 1526, στ. 8, @epigraphy.packhum.org
- ἀμπελοεργός
Συγγενικά
- ἀμπελοεργής
- ἀμπελουργεῖον
- ἀμπελουργέω
- ἀμπελούργημα
- ἀμπελουργία
- ἀμπελουργική
- ἀμπελουργικός
Πηγές
- ἀμπελουργός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμπελουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.