αμολημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμολημένος η αμολημένη το αμολημένο
      γενική του αμολημένου της αμολημένης του αμολημένου
    αιτιατική τον αμολημένο την αμολημένη το αμολημένο
     κλητική αμολημένε αμολημένη αμολημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμολημένοι οι αμολημένες τα αμολημένα
      γενική των αμολημένων των αμολημένων των αμολημένων
    αιτιατική τους αμολημένους τις αμολημένες τα αμολημένα
     κλητική αμολημένοι αμολημένες αμολημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αμολάω

Μετοχή

αμολημένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη αμολάω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.