αμμουδερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμμουδερός η αμμουδερή το αμμουδερό
      γενική του αμμουδερού της αμμουδερής του αμμουδερού
    αιτιατική τον αμμουδερό την αμμουδερή το αμμουδερό
     κλητική αμμουδερέ αμμουδερή αμμουδερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμμουδεροί οι αμμουδερές τα αμμουδερά
      γενική των αμμουδερών των αμμουδερών των αμμουδερών
    αιτιατική τους αμμουδερούς τις αμμουδερές τα αμμουδερά
     κλητική αμμουδεροί αμμουδερές αμμουδερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
μια αμμουδερή παραλία

Ετυμολογία

αμμουδερός < αμμούδα + -ερός

Επίθετο

αμμουδερός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.