αμλετισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμλετισμός | οι | αμλετισμοί |
| γενική | του | αμλετισμού | των | αμλετισμών |
| αιτιατική | τον | αμλετισμό | τους | αμλετισμούς |
| κλητική | αμλετισμέ | αμλετισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αμλετισμός αρσενικό
- το να είναι κανείς αναποφάσιστος
- Ο ήρωας που έθεσε το ερώτημα «να ζει κανείς ή να μη ζει» και ταυτίστηκε με την έννοια του μυστηριώδη και αμφιταλαντευόμενου ανθρώπου, παίρνοντας παροιμιώδεις διαστάσεις και γεννώντας με τη συμπεριφορά του το επίθετο «αμλετικός» και τον όρο «αμλετισμός», ζωντανεύει σε μια πρωτότυπη σκηνική ανάγνωση. (*)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αμλετισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.