αμλέτιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμλέτιος η αμλέτια το αμλέτιο
      γενική του αμλέτιου της αμλέτιας του αμλέτιου
    αιτιατική τον αμλέτιο την αμλέτια το αμλέτιο
     κλητική αμλέτιε αμλέτια αμλέτιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμλέτιοι οι αμλέτιες τα αμλέτια
      γενική των αμλέτιων των αμλέτιων των αμλέτιων
    αιτιατική τους αμλέτιους τις αμλέτιες τα αμλέτια
     κλητική αμλέτιοι αμλέτιες αμλέτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμλέτιος < Άμλετ + -ιος < αγγλική Hamlet

Επίθετο

αμλέτιος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.