αβουλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβουλία | οι | αβουλίες |
| γενική | της | αβουλίας | των | αβουλιών |
| αιτιατική | την | αβουλία | τις | αβουλίες |
| κλητική | αβουλία | αβουλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβουλία < αρχαία ελληνική ἀβουλία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.vu.li.a/
Ουσιαστικό
αβουλία θηλυκό
- αδυναμία του χαρακτήρα να επιβάλει στον εαυτό του, τη θέλησή του, έλλειψη ισχυρής βούλησης, αδυναμία να πάρει κανείς αποφάσεις και πρωτοβουλίες.
- αβουλία εκλογής: αμφιταλάντευση του άβουλου μεταξύ ενός αριθμού αποφάσεων. δηλαδή αναποφασιστικότητα
- αβουλία εκτέλεσης: ο άβουλος αποφάσισε τι πρέπει να πράξει, αλλά δεν έχει το θάρρος να πραγματοποιήσει την απόφασή του· καταλαμβάνεται από ένα δισταγμό και προβάλλει ένα σύνολο από δικαιολογίες για να αναβάλει την απόφασή του· χαρακτηριστικά της, η αναβλητικότητα, η αδράνεια και η απραξία.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.