αμεταχείριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμεταχείριστος | η | αμεταχείριστη | το | αμεταχείριστο |
| γενική | του | αμεταχείριστου | της | αμεταχείριστης | του | αμεταχείριστου |
| αιτιατική | τον | αμεταχείριστο | την | αμεταχείριστη | το | αμεταχείριστο |
| κλητική | αμεταχείριστε | αμεταχείριστη | αμεταχείριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμεταχείριστοι | οι | αμεταχείριστες | τα | αμεταχείριστα |
| γενική | των | αμεταχείριστων | των | αμεταχείριστων | των | αμεταχείριστων |
| αιτιατική | τους | αμεταχείριστους | τις | αμεταχείριστες | τα | αμεταχείριστα |
| κλητική | αμεταχείριστοι | αμεταχείριστες | αμεταχείριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμεταχείριστος < αρχαία ελληνική ἀμεταχείριστος ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική ungebraucht[1])
Επίθετο
αμεταχείριστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν μεταχειριστεί, δεν τον έχουν χρησιμοποιήσει (και επομένως δεν έχει φθορές λόγω χρήσης και είναι ακόμα σαν καινούριος)
- πωλείται μοτοσικλέτα σχεδόν αμεταχείριστη
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεταχειρίζομαι και χέρι
Μεταφράσεις
- αμεταχείριστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.