αμετάφραστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμετάφραστος | η | αμετάφραστη | το | αμετάφραστο |
| γενική | του | αμετάφραστου | της | αμετάφραστης | του | αμετάφραστου |
| αιτιατική | τον | αμετάφραστο | την | αμετάφραστη | το | αμετάφραστο |
| κλητική | αμετάφραστε | αμετάφραστη | αμετάφραστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμετάφραστοι | οι | αμετάφραστες | τα | αμετάφραστα |
| γενική | των | αμετάφραστων | των | αμετάφραστων | των | αμετάφραστων |
| αιτιατική | τους | αμετάφραστους | τις | αμετάφραστες | τα | αμετάφραστα |
| κλητική | αμετάφραστοι | αμετάφραστες | αμετάφραστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμετάφραστος < μεσαιωνική ελληνική < α- στερητικό + μεταφράζω + -τος
Μεταφράσεις
αμετάφραστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.