αμείωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμείωτος | η | αμείωτη | το | αμείωτο |
| γενική | του | αμείωτου | της | αμείωτης | του | αμείωτου |
| αιτιατική | τον | αμείωτο | την | αμείωτη | το | αμείωτο |
| κλητική | αμείωτε | αμείωτη | αμείωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμείωτοι | οι | αμείωτες | τα | αμείωτα |
| γενική | των | αμείωτων | των | αμείωτων | των | αμείωτων |
| αιτιατική | τους | αμείωτους | τις | αμείωτες | τα | αμείωτα |
| κλητική | αμείωτοι | αμείωτες | αμείωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμείωτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμείωτος < ἀ- στερητικό + μειωτός (< μειόω / μειῶ < μείων + -τος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈmi.o.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μεί‐ω‐τος
Επίθετο
αμείωτος, -η, -ο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Πηγές
- αμείωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμείωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.