αμασκάρευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμασκάρευτος | η | αμασκάρευτη | το | αμασκάρευτο |
| γενική | του | αμασκάρευτου | της | αμασκάρευτης | του | αμασκάρευτου |
| αιτιατική | τον | αμασκάρευτο | την | αμασκάρευτη | το | αμασκάρευτο |
| κλητική | αμασκάρευτε | αμασκάρευτη | αμασκάρευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμασκάρευτοι | οι | αμασκάρευτες | τα | αμασκάρευτα |
| γενική | των | αμασκάρευτων | των | αμασκάρευτων | των | αμασκάρευτων |
| αιτιατική | τους | αμασκάρευτους | τις | αμασκάρευτες | τα | αμασκάρευτα |
| κλητική | αμασκάρευτοι | αμασκάρευτες | αμασκάρευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μάσκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.