αρρενωπός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρρενωπός η αρρενωπή το αρρενωπό
      γενική του αρρενωπού της αρρενωπής του αρρενωπού
    αιτιατική τον αρρενωπό την αρρενωπή το αρρενωπό
     κλητική αρρενωπέ αρρενωπή αρρενωπό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρρενωποί οι αρρενωπές τα αρρενωπά
      γενική των αρρενωπών των αρρενωπών των αρρενωπών
    αιτιατική τους αρρενωπούς τις αρρενωπές τα αρρενωπά
     κλητική αρρενωποί αρρενωπές αρρενωπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρρενωπός < ἄρρην + -ωπός

Επίθετο

αρρενωπός, -ή, -ό

  • που έχει έντονα αντρικά χαρακτηριστικά

Συνώνυμα

  • αρρενόφρων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.