αμάκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμάκα | οι | αμάκες |
| γενική | της | αμάκας | — | |
| αιτιατική | την | αμάκα | τις | αμάκες |
| κλητική | αμάκα | αμάκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- αμακαδόρικος
- αμακαδόρισσα
- αμακαδόρος
- αμάκας
- αμακατζήδικος
- αμακατζής
- αμακατζίκος
- αμακατζού
Μεταφράσεις
αμάκα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.