αμάκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμάκα οι αμάκες
      γενική της αμάκας
    αιτιατική την αμάκα τις αμάκες
     κλητική αμάκα αμάκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμάκα < ιταλική a macca < βενετική a maca

Ουσιαστικό

αμάκα θηλυκό

  1. η διαβίωση με τα χρήματα άλλων

Επίρρημα

αμάκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.