αμακατζού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμακατζού οι αμακατζούδες
      γενική της αμακατζούς των αμακατζούδων
    αιτιατική την αμακατζού τις αμακατζούδες
     κλητική αμακατζού αμακατζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμακατζού < θηλυκό του αμακατζής < ιταλική a macca < βενετική a maca

Ουσιαστικό

αμακατζού θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.