αμακαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμακαδόρος | οι | αμακαδόροι |
| γενική | του | αμακαδόρου | των | αμακαδόρων |
| αιτιατική | τον | αμακαδόρο | τους | αμακαδόρους |
| κλητική | αμακαδόρε | αμακαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αμάκα
Μεταφράσεις
αμακαδόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.