αμακαδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμακαδόρος οι αμακαδόροι
      γενική του αμακαδόρου των αμακαδόρων
    αιτιατική τον αμακαδόρο τους αμακαδόρους
     κλητική αμακαδόρε αμακαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμακαδόρος < αμάκα + -αδόρος < βενετική a maca

Ουσιαστικό

αμακαδόρος αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.