αλύχτημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλύχτημα τα αλυχτήματα
      γενική του αλυχτήματος των αλυχτημάτων
    αιτιατική το αλύχτημα τα αλυχτήματα
     κλητική αλύχτημα αλυχτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλύχτημα < αλυχτώ + -μα < αρχαία ελληνική ὑλακτῶ

Ουσιαστικό

αλύχτημα ουδέτερο

  1. η φωνή του σκύλου
     συνώνυμα: γάβγισμα, υλακή
  2. (κατ’ επέκταση) η φωνή άλλων ζώων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.