αλυχτώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.liˈxto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λυ‐χτώ
Ετυμολογία
- αλυχτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλυχτῶ < ελληνιστική κοινή ἀλυκτῶ < αρχαία ελληνική ὑλακτῶ → και δείτε περισσότερα στο αλυχτάω
Μεταφράσεις
αλυχτώ
|
→ δείτε τη λέξη αλυχτάω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.