αλουμίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλουμίνα οι αλουμίνες
      γενική της αλουμίνας των αλουμινών
    αιτιατική την αλουμίνα τις αλουμίνες
     κλητική αλουμίνα αλουμίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλουμίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική alumine < λατινική alumen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂elud-

Ουσιαστικό

αλουμίνα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.