αλούμινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλούμινα | οι | αλούμινες |
| γενική | της | αλούμινας | των | αλουμινών |
| αιτιατική | την | αλούμινα | τις | αλούμινες |
| κλητική | αλούμινα | αλούμινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αλούμινα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.