αλλεπάλληλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλλεπάλληλα < αλλεπάλληλος

Επίρρημα

αλλεπάλληλα

  • με μια συνεχή και κανονική ακολουθία, ροή στοιχείων που ακολουθούν το ένα το άλλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.