αλλαξόπιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλαξόπιστος η αλλαξόπιστη το αλλαξόπιστο
      γενική του αλλαξόπιστου της αλλαξόπιστης του αλλαξόπιστου
    αιτιατική τον αλλαξόπιστο την αλλαξόπιστη το αλλαξόπιστο
     κλητική αλλαξόπιστε αλλαξόπιστη αλλαξόπιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλαξόπιστοι οι αλλαξόπιστες τα αλλαξόπιστα
      γενική των αλλαξόπιστων των αλλαξόπιστων των αλλαξόπιστων
    αιτιατική τους αλλαξόπιστους τις αλλαξόπιστες τα αλλαξόπιστα
     κλητική αλλαξόπιστοι αλλαξόπιστες αλλαξόπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλλαξόπιστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αλλαξόπιστος, -η, -ο

  1. που αλλάζει θρησκεία
  2. (με αρνητική σημασία) που αλλάζει πεποιθήσεις


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.