αλλαξοπιστία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλλαξοπιστία | οι | αλλαξοπιστίες |
| γενική | της | αλλαξοπιστίας | των | αλλαξοπιστιών |
| αιτιατική | την | αλλαξοπιστία | τις | αλλαξοπιστίες |
| κλητική | αλλαξοπιστία | αλλαξοπιστίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλλαξοπιστία < αλλαξοπιστώ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλλαξόπιστος
Μεταφράσεις
αλλαξοπιστία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.