αλβανολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλβανολογία οι αλβανολογίες
      γενική της αλβανολογίας των αλβανολογιών
    αιτιατική την αλβανολογία τις αλβανολογίες
     κλητική αλβανολογία αλβανολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλβανολογία < Αλβαν(ός) + -ο- + -λογία (μαρτυρείται από το 1867)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /al.va.no.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλβανολογία

Ουσιαστικό

αλβανολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.