αλβανολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλβανολογικός η αλβανολογική το αλβανολογικό
      γενική του αλβανολογικού της αλβανολογικής του αλβανολογικού
    αιτιατική τον αλβανολογικό την αλβανολογική το αλβανολογικό
     κλητική αλβανολογικέ αλβανολογική αλβανολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλβανολογικοί οι αλβανολογικές τα αλβανολογικά
      γενική των αλβανολογικών των αλβανολογικών των αλβανολογικών
    αιτιατική τους αλβανολογικούς τις αλβανολογικές τα αλβανολογικά
     κλητική αλβανολογικοί αλβανολογικές αλβανολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλβανολογικός < αλβανολογ(ία) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /al.va.no.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλβανολογικός

Επίθετο

αλβανολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: αλβανολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.