αλέα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλέα οι αλέες
      γενική της αλέας των αλεών
    αιτιατική την αλέα τις αλέες
     κλητική αλέα αλέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλέα < (λόγιο δάνειο) γαλλική allée (δεντροστοιχία) < aller, ή από το ιταλικό allea[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈle.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλέα

Ουσιαστικό

αλέα θηλυκό

  1. η δενδροστοιχία
  2. ο δρόμος ανάμεσα σε δενδροστοιχίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.