εξακόντιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξακόντιση | οι | εξακοντίσεις |
| γενική | της | εξακόντισης* | των | εξακοντίσεων |
| αιτιατική | την | εξακόντιση | τις | εξακοντίσεις |
| κλητική | εξακόντιση | εξακοντίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξακοντίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξακόντιση < ελληνιστική κοινή ἐξακόντισις < αρχαία ελληνική ἐξακοντίζω
Μεταφράσεις
εξακόντιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.