ακόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακόνι | τα | ακόνια |
| γενική | του | ακονιού | των | ακονιών |
| αιτιατική | το | ακόνι | τα | ακόνια |
| κλητική | ακόνι | ακόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκόνιν[1] < ελληνιστική κοινή ἀκόνιον (υποκοριστικό της αρχαία ελληνική ἀκόνη)
Ουσιαστικό
ακόνι ουδέτερο και σπανιότερα ακόνη (θηλυκό)
- κάθε σκληρή πέτρα στην οποία τρίβουν την κόψη μαχαιριού ή άλλου μεταλλικού εργαλείου για να γίνει πιο κοφτερή
- (συνεκδοχικά) κάθε υλικό ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ίδια δουλειά
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εργαλείο που ακονίζει
|
→ δείτε τη λέξη ακονιστήρι |
Αναφορές
- ακόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)