cabotage
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
cabotage
(en)
το
καμποτάζ
, το δικαίωμα στην εκτέλεση εσωτερικών δρομολογίων σε μια χώρα
το
καμποτάζ
, το δικαίωμα του κράτους να ελέγχει τις μεταφορές στο εσωτερικό του
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
cabotage
<
caboter
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ka.bɔ.taːʒ
/
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
cabotage
cabotages
cabotage
(fr)
αρσενικό
η
ακτοπλοΐα
Συνώνυμα
bornage
Αντώνυμα
navigation
hauturière
Συγγενικά
caboter
caboteur
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.