ακρωδυνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακρωδυνία | οι | ακρωδυνίες |
| γενική | της | ακρωδυνίας | των | ακρωδυνιών |
| αιτιατική | την | ακρωδυνία | τις | ακρωδυνίες |
| κλητική | ακρωδυνία | ακρωδυνίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακρωδυνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική acrodynia < αρχαία ελληνική ἀκρ- + -ωδυνία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾo.ðiˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρω‐δυ‐νί‐α
Ουσιαστικό
ακρωδυνία θηλυκό
- (ιατρική) το άλγος των άκρων, των χεριών και των ποδιών, είδος ρευματοπάθειας
Μεταφράσεις
ακρωδυνία
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.