ρευματοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρευματοπάθεια | οι | ρευματοπάθειες |
| γενική | της | ρευματοπάθειας | των | ρευματοπαθειών |
| αιτιατική | τη | ρευματοπάθεια | τις | ρευματοπάθειες |
| κλητική | ρευματοπάθεια | ρευματοπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρευματοπάθεια < ρευματικός + -πάθεια
Ουσιαστικό
ρευματοπάθεια θηλυκό
Μεταφράσεις
ρευματοπάθεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.