ακροθαλασσίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροθαλασσίτης οι ακροθαλασσίτες
      γενική του ακροθαλασσίτη των ακροθαλασσιτών
    αιτιατική τον ακροθαλασσίτη τους ακροθαλασσίτες
     κλητική ακροθαλασσίτη ακροθαλασσίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακροθαλασσίτης < ακροθαλάσσ(ι) ή ακροθάλασσ(ο) ή ακροθαλασσ(ιά) + -ίτης

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾo.θa.laˈsi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροθαλασσίτης

Ουσιαστικό

ακροθαλασσίτης αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.