ακροβατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακροβατικός | η | ακροβατική | το | ακροβατικό |
| γενική | του | ακροβατικού | της | ακροβατικής | του | ακροβατικού |
| αιτιατική | τον | ακροβατικό | την | ακροβατική | το | ακροβατικό |
| κλητική | ακροβατικέ | ακροβατική | ακροβατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακροβατικοί | οι | ακροβατικές | τα | ακροβατικά |
| γενική | των | ακροβατικών | των | ακροβατικών | των | ακροβατικών |
| αιτιατική | τους | ακροβατικούς | τις | ακροβατικές | τα | ακροβατικά |
| κλητική | ακροβατικοί | ακροβατικές | ακροβατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακροβατικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική acrobatique < acrobate + -ique (δεν έχει σχέση με το (ελληνιστική κοινή) ἀκροβατικός μηχανή που μπορεί κάνει ανάβαση)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾo.va.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐βα‐τι‐κός
Επίθετο
ακροβατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους ακροβάτες ή με τις ενέργειες που κάνουν
- (μεταφορικά, για ενέργειες) που είναι τολμηρές και επικίνδυνες
Μεταφράσεις
(για ενέργειες) που είναι τολμηρές και επικίνδυνες
|
|
Αναφορές
- ακροβατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.