ακριμάτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακριμάτιστος | η | ακριμάτιστη | το | ακριμάτιστο |
| γενική | του | ακριμάτιστου | της | ακριμάτιστης | του | ακριμάτιστου |
| αιτιατική | τον | ακριμάτιστο | την | ακριμάτιστη | το | ακριμάτιστο |
| κλητική | ακριμάτιστε | ακριμάτιστη | ακριμάτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακριμάτιστοι | οι | ακριμάτιστες | τα | ακριμάτιστα |
| γενική | των | ακριμάτιστων | των | ακριμάτιστων | των | ακριμάτιστων |
| αιτιατική | τους | ακριμάτιστους | τις | ακριμάτιστες | τα | ακριμάτιστα |
| κλητική | ακριμάτιστοι | ακριμάτιστες | ακριμάτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ακριμάτιστος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που δεν έχει κάνει κρίματα, λάθη ή αμαρτίες ή δεν είναι δυνατόν να του καταλογιστούν
- Βιτσέντζος είν' ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος, / που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Χάρος. (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Ε, 1535-1536)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ακριμάτιστα
- → δείτε τις λέξεις κριματίζω και κρίμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.