ακουστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακουστός η ακουστή το ακουστό
      γενική του ακουστού της ακουστής του ακουστού
    αιτιατική τον ακουστό την ακουστή το ακουστό
     κλητική ακουστέ ακουστή ακουστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακουστοί οι ακουστές τα ακουστά
      γενική των ακουστών των ακουστών των ακουστών
    αιτιατική τους ακουστούς τις ακουστές τα ακουστά
     κλητική ακουστοί ακουστές ακουστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακουστός < αρχαία ελληνική ἀκουστός

Επίθετο

ακουστός, -ή, -ό

  1. που μπορούν οι άλλοι να τον ακούσουν
  2. που εισακούγεται
  3. ξακουστός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.