εισακούω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εισακούω < αρχαία ελληνική εἰσακούω
Ρήμα
εισακούω, στ.μέλλ.: θα εισακούσω, αόρ.: εισάκουσα, παθ.φωνή: εισακούομαι
- ακούω ευνοϊκά κάποιον ή κάτι (πχ παράκληση, συμβουλή) και το αποδέχομαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ακούω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.