ακουσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακουσμένος | η | ακουσμένη | το | ακουσμένο |
| γενική | του | ακουσμένου | της | ακουσμένης | του | ακουσμένου |
| αιτιατική | τον | ακουσμένο | την | ακουσμένη | το | ακουσμένο |
| κλητική | ακουσμένε | ακουσμένη | ακουσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακουσμένοι | οι | ακουσμένες | τα | ακουσμένα |
| γενική | των | ακουσμένων | των | ακουσμένων | των | ακουσμένων |
| αιτιατική | τους | ακουσμένους | τις | ακουσμένες | τα | ακουσμένα |
| κλητική | ακουσμένοι | ακουσμένες | ακουσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακουσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακούω
Μεταφράσεις
ακουσμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.